Ένα μείζον ζήτημα, το οποίο αναμένεται να προκαλέσει εκτεταμένο δημόσιο διάλογο και πιθανώς έντονες αντιπαραθέσεις, τίθεται από σήμερα, Δευτέρα, ενώπιον της Βουλής. Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ξεκινά τη συζήτηση επί πρότασης νόμου που αφορά τον ιατρικά υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής, δηλαδή την ευθανασία.
Η Κύπρος σε σχέση με άλλες δυτικές χώρες βρίσκεται ακόμη πίσω θεσμικά στην επίλυση αυτού του πολύκροτου θέματος με τις θέσεις να είναι έντονες από όλες τις πλευρές. Δεν είναι όμως μόνο η Κύπρος «καθυστερημένη» αλλά και η Ελλάδα. Χαρακτηριστικό το πρόσφατο άρθρο που του Γιάννη Σιδέρη στο Liberal.gr με τίτλο: Και στο θέμα «Ευθανασία» είμαστε καθυστερημένη χώρα.
Διαβάστε το άρθρο:
Είναι δημοσιογραφικό κλισέ η λέξη «τραγωδία» να χρησιμοποιείται για κάθε θανατηφόρο γεγονός, ειδικά όταν αφορά νέους ανθρώπους. Όμως στην περίπτωση του ζευγαριού της Κρήτης, παρότι ηλικιωμένου, η λέξη αποτυπώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο 87χρονος σύζυγος πυροβόλησε την 85χρονη σύζυγό του στο κεφάλι και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, γιατί όπως εξήγησε στο σημείωμα που άφησε, δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει.
Ο διοικητής του νοσοκομείου Ρεθύμνου δήλωσε «Ήταν γνωστό ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Η οικογένεια ήταν πολύ καλή και αγαπημένη, αλλά ανεξάρτητα από τη δική μου γνώμη ο σύζυγος ήταν υπερπροστατευτικός. Ήταν μια πράξη σε εισαγωγικά λύτρωσης, αυτό καταλαβαίνουμε».
Το απονενοημένο της απελπισμένης στοργής του 87χρονου που επεδίωξε τη λύτρωση της συζύγου, φέρνει στην επιφάνεια ένα θέμα που ο επιδερμικός ανθρωπισμός και ο συντηρητικός θρησκευτισμός το καθιστούν ταμπού, αρνούμενοι την ύπαρξή του. Αυτό της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
Και ας πονάνε οι άνθρωποι, και ας λιώνουν ανήμποροι και δυστυχισμένοι στο κρεβάτι τους, και ας παρακαλάνε για ένα λυτρωτικό τέλος που θα τους απαλλάξει από το βάσανο μιας ζωής που κατάντησε μαρτύριο.
Γράφει για τους γονείς της η δημοσιογράφος Π. Ραγκούση: «Το μυαλό του πατέρα μου που έως λίγους μήνες πριν τον θάνατό του ήταν ξυράφι, έγινε σουρωτήρι από τις μορφίνες. Έλεγε ακατάληπτα, γελούσε σαν χάχας. Ο γιατρός μου εξηγούσε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να μην πονάει (…) με τη μητέρα μου τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Η γυναίκα που όταν περπατούσε έτριζαν τα πεζοδρόμια, ήταν ένα κουβαράκι πάνω στο κρεβάτι που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, δεν μπορούσε να κινηθεί. Έλιωνε όσο πύκνωναν τα σκοτάδια του μυαλού της, το βλέμμα της δεν έβλεπε τίποτα, λίγους μήνες πριν τον θάνατό της είχε αρχίσει νια λιώνει, ένα κουφάρι ήταν μια καρδιά που δούλευε ακόμη».
Και όμως σε αυτά τα κουφάρια, τα γεμάτα πόνο, απελπισία, ενίοτε και ακαταληψία, η πολιτεία αρνείται να δώσει τη δυνατότητα ενός μειλίχιου, ευτυχούς και αξιοπρεπούς τέλους. Και το αρνείται κυρίως υπό το δυσανάλογο βάρος που ασκούν οι μεταφυσικές απόψεις της εκκλησίας στην κοσμικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Γιατί λέει η ζωή είναι δώρο Θεού, εξ ου και ο άνθρωπος δεν είναι κύριος και κάτοχος της ζωής του, αλλά διαχειριστής του δώρου που του έδωσε ο Θεός. Οπότε ακόμη και με την εκούσια αφαίρεση της δικής του ζωή, ο άνθρωπος παρεμβαίνει στο θέλημα του Θεού!
Σαν να λένε – δηλαδή το λένε – ότι ο Θεός μας δίνει ως δώρο και την ανίατη ασθένεια, τον αβάσταχτο πόνο, την παραλυτική αναξιοπρέπεια της ανημπόριας. Και πως αντιμετωπίζεται αυτή η – κατ’ εμάς – παράταιρη θέληση του Θεού; Ο πόνος δεν είναι απόλυτα αρνητικός! Μας ενώνει με τον πόνο του Χριστού, και αντιμετωπίζεται με την παρηγορητική φροντίδα, την αγάπη, τη συμπαράσταση, ως τρόπο διατήρησης της αξιοπρέπειας!
Μια σειρά χώρες ξεπέρασαν τη βαριά σκιά της Καθολικής εκκλησίας επί των αποφάσεων της πολιτείας και της αυτοδιάθεσης της ανθρώπινης ύπαρξης, και νομοθέτησαν την ευθανασία ή την υποβοηθούμενη αυτοκτονία (η διαφορά των δύο επί της ουσίας αφορά τον δράστη της τελικής πράξης, τον γιατρό ή τον ίδιο τον ασθενή, αφού πρώτα ο γιατρός του παράσχει τα μέσα).
Έτσι μια σειρά χώρες με πρώτη την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, την Ισπανία κ.α. υιοθέτησαν, υπό σοβαρές ιατρικές και νομικές προϋποθέσεις, την υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Κάποιες εξ αυτών παρότι επιτρέπουν την αυτοκτονία απαγορεύουν την ενεργητική ευθανασία.
Στην Ελλάδα όπου η εκκλησία παρεμβαίνει στη ζωή των πολιτών (και όχι μόνο στη ζωή των πιστών, όπως δικαιούται αφού οι ίδιοι της αναγνωρίζουν το δικαίωμα), τόσο η υποβοηθούμενη αυτοκτονία όσο και ενεργητική ευθανασία τελούν υπό διωγμόν. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ενεργητική ευθανασία ακόμη και με τη συναίνεση του θανούντος, επιφέρει κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Φυλάκιση επιφυλάσσει και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
Κατά τους νομικούς, το σύνταγμα της Ελλάδας προστατεύει το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα στο θάνατο ή την ευθανασία ως ατομικό δικαίωμα. Αυτά είναι λεπτοί νομικοί όροι που αφορούν τους επαΐοντες.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως το θέμα δεν απασχολεί τη δημόσια συζήτηση. Δεν υπάρχουν πρόσωπα κύρους ή ομάδες πίεσης να το αναδείξουν. Συνεχίζουμε μακάρια να αφήνουμε δυστυχείς ανίατους ασθενείς να υπομένουν τον αφόρητο πόνο και την κουρελιασμένη τους αξιοπρέπεια, και ακκιζόμαστε μακάριοι (όσο είμαστε υγιείς) με τις έννοιες του -δήθεν – σεβασμού της ζωής κόντρα στην ελευθερία επιλογής, και την ηθική της φροντίδας ενάντια στην ηθική του δικαιώματος. Ώσπου αν βρεθούμε στη θέση των άτυχων δυστυχούντων.
ΥΓ: Υπάρχει η όντως σοβαρή ένσταση, εάν ο ασθενής έχει άνοια και δεν μπορεί να αποφασίσει. Αλλά αυτή είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη και του ιατρικού κόσμου να το αντιμετωπίσουν. Τα δυτικά κράτη το έχουν.
ΠΗΓΗ: Sigmalive